μόλα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(25)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ναυτ. [[πρόσταγμα]]) άφησε, λύσε (α. «[[έγια]] [[μόλα]]» β. «[[μόλα]] μπάντου» γ. «τίρα [[μόλα]]» δ. «[[μόλα]] κάβο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>molla</i>, προστ. του <i>mollare</i> «[[αφήνω]], [[χαλαρώνω]]»].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων της οικογένειας molidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mola</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mola</i> «[[μυλόπετρα]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ναυτ. [[πρόσταγμα]]) άφησε, λύσε (α. «[[έγια]] [[μόλα]]» β. «[[μόλα]] μπάντου» γ. «τίρα [[μόλα]]» δ. «[[μόλα]] κάβο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>molla</i>, προστ. του <i>mollare</i> «[[αφήνω]], [[χαλαρώνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων της οικογένειας molidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mola</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mola</i> «[[μυλόπετρα]]»].
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. του mollare «αφήνω, χαλαρώνω»].
(II)
η
ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων της οικογένειας molidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mola < λατ. mola «μυλόπετρα»].