χαλκέοπλος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χαλκέοπλος:''' вооруженный медью ([[Δαναοί]] Eur.). | |elrutext='''χαλκέοπλος:''' вооруженный медью ([[Δαναοί]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χαλκέ-οπλος, ον, [[ὅπλον]]<br />with [[arms]] of [[brass]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux armes d’airain, à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].
Greek Monotonic
χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).