ποτή: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[πτήση]], το [[πέταγμα]] («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />μικρή [[ποσότητα]] κρασιού για [[δοκιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[πτήση]], το [[πέταγμα]] («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />μικρή [[ποσότητα]] κρασιού για [[δοκιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτή Medium diacritics: ποτή Low diacritics: ποτή Capitals: ΠΟΤΗ
Transliteration A: potḗ Transliteration B: potē Transliteration C: poti Beta Code: poth/

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.
ποτή (B), ἡ,

   A sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.

Greek (Liddell-Scott)

ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτ-ός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].

Greek Monotonic

ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτή: ἡ полет, взлет Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.