σκιασμός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(37)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br />το [[σκίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]] φαντάσματος<br /><b>2.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]] που εμφανίζεται [[μπροστά]] στα μάτια.———————— <b>(II)</b><br />και [[σκιαγμός]], ο, Ν [[σκιάζω]] (II)]<br />[[σκιάσμα]], [[σκιάξιμο]] («που οχ το σκιασμό όλος ο [[λαός]] τ' αμμάτια ντως κινούνε», <b>Ερωτόκρ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br />το [[σκίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]] φαντάσματος<br /><b>2.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]] που εμφανίζεται [[μπροστά]] στα μάτια.<br /> <b>(II)</b><br />και [[σκιαγμός]], ο, Ν [[σκιάζω]] (II)]<br />[[σκιάσμα]], [[σκιάξιμο]] («που οχ το σκιασμό όλος ο [[λαός]] τ' αμμάτια ντως κινούνε», <b>Ερωτόκρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐασμός Medium diacritics: σκιασμός Low diacritics: σκιασμός Capitals: ΣΚΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skiasmós Transliteration B: skiasmos Transliteration C: skiasmos Beta Code: skiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,= foreg. 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27.    2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5.    3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.

German (Pape)

[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.

Greek (Liddell-Scott)

σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.

Spanish

visita de una sombra, visita de un espectro

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.
(II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).