ναυστολία: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ναυστολία:''' ἡ морское путешествие, морской поход Eur. | |elrutext='''ναυστολία:''' ἡ морское путешествие, морской поход Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ναυστολία]], ἡ,<br />a [[going]] by sea, [[naval]] [[expedition]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A going by sea, naval expedition, Id.Andr.795 (lyr.), Str.16.2.23.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt, Eur. Andr. 797.
Greek (Liddell-Scott)
ναυστολία: ἡ, τὸ διὰ θαλάσσης πορεύεσθαι, ναυτικὴ ἐκστρατεία, Εὐρ. Ἀνδρ. 795, Στράβ. 757.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
expédition maritime.
Étymologie: ναύστολος.
Greek Monolingual
ναυστολία, ἡ (Α) ναύστολος
1. ταξίδι με πλοίο
2. ναυτική αποστολή.
Greek Monotonic
ναυστολία: ἡ, πορεία διά θαλάσσης, ναυτική επιχείρηση, εκστρατεία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναυστολία: ἡ морское путешествие, морской поход Eur.
Middle Liddell
ναυστολία, ἡ,
a going by sea, naval expedition, Eur.