πυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πῡρ]]<br />(με υποκορ. σημ.) [[σπινθήρας]], [[λάμψη]].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πυρός]]<br />(με υποκορ. σημ.) σιταράκι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πῡρ]]<br />(με υποκορ. σημ.) [[σπινθήρας]], [[λάμψη]].<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πυρός]]<br />(με υποκορ. σημ.) σιταράκι.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίδιον Medium diacritics: πυρίδιον Low diacritics: πυρίδιον Capitals: ΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pyrídion Transliteration B: pyridion Transliteration C: pyridion Beta Code: puri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πῦρ,

   A spark, Thphr.Fr.33.
πῡρίδιον, τό, Dim. of πυρός, Ar.Lys.1206 (pl.), PSI6.611.2 (pl., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 822] τό, dim. von πῦρ, Plut. plac. phil. 2, 90 im plur. τό, dim. von πυρός, Ar. Lys. 1206.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῦρ, σπινθήρ., Πλούτ. 2. 890Α, Στοβ. Ἐκλογ. 522.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
petit feu, étincelle de feu.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πῡρ
(με υποκορ. σημ.) σπινθήρας, λάμψη.
(II)
τὸ, Α πυρός
(με υποκορ. σημ.) σιταράκι.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίδιον: I (ρῐ) τό πῦρ огонек Plut.
πῡρίδιον: II (ρῐ) τό πυρός II] зернышко пшеницы Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίδιον -ου, τό [πυρός] demin., tarwe:. τὰ πυρίδια graantjes ( lyr. ) Aristoph. Lys. 1206.