αἱμυλία: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
|elrutext='''αἱμῠλία:''' ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἱμύλος]]<br />[[winning]], [[wily]] ways, Plut.
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμυλία Medium diacritics: αἱμυλία Low diacritics: αιμυλία Capitals: ΑΙΜΥΛΙΑ
Transliteration A: haimylía Transliteration B: haimylia Transliteration C: aimylia Beta Code: ai(muli/a

English (LSJ)

ἡ, (αἱμύλος)

   A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 encanto, seducción, persuasión en el hablar αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, cf. Aem.2, 2.16b, Phld.Rh.2.77, μηχανὴ ... ἴυγξ καὶ αἱ. Hld.7.10.3, ἀνάπαιστα ... ἐπιλέγοντες ... αἱμυλίας γέμοντα Alciphr.3.7.3.
2 verosimilitud, plausibilidad λόγοι αἱμυλίας τε καὶ κόμπου ἄγευστοι historias que no tienen el regusto de verosimilitud presuntuosa (de las griegas), Ael.NA 5.49.
3 en mal sent. como sinónimo de βωμολοχία chocarrería Sud.s.u. βωμολοχεύσαιτο.

Greek Monotonic

αἱμυλία: ἡ (αἱμύλος), απόκτηση ενός πράγματος, πανούργοι, δολεροί τρόποι, νίκη, κατάκτηση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλία: ἡ учтивость, любезность (λόγου и ἐν τοῖς λόγοις Plut.).

Middle Liddell

αἱμύλος
winning, wily ways, Plut.