παροξυντικός: Difference between revisions
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παροξυντικός:''' <b class="num">1)</b> обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раздражающий Isocr.;<br /><b class="num">3)</b> легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.). | |elrutext='''παροξυντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раздражающий Isocr.;<br /><b class="num">3)</b> легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend. | |elnltext=παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for inciting or urging on, εἴς τι X.Cyr.2.4.29 ; λόγοι π. πρός τι D.20.105 ; ἐπί τι Plu.Pomp.37. 2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. παροξ-κῶς Plu.2.21a. II easily provoked, τὸ π. τοῦ ἤθους Arist. VV1251a8. III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.
German (Pape)
[Seite 526] ή, όν, zum Antreiben gehörig, ermunternd; εἰς τὸ σπεύδειν, Xen. Cyr. 2, 4, 29; λόγοι παροξυντικοὶ πρὸς τὸ παῖσαι, Dem. 20, 105; auch zum Zorne, Isocr. 1, 31 u. Folgde; λόγον παρ. ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν Ῥωμαίων, Plut. Pomp. 37; – auch adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς τὸ προτρέπειν, παροτρύνει, εἴς τι Ξενοφ. Κύρ. 2. 4, 29· πρός τι Δημ. 489. 4· ἐπί τι Πλουτ. Πομπ. 37. 2) ὁ ἐξερεθίζων, παροξύνων, Ἰσοκρ. 9Α· - ὁ ἐπιτείνων τὰ κακὰ συμπτώματα, Ἱπποκρ. 71C, 218H. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 21Α. ΙΙ. ὁ εὐκόλως παροξυνόμενος, τὸ π. τοῦ ἤθους Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à aiguiser ; fig.
1 propre à exciter, avec εἰς ou πρός ou ἐπί et l’acc.;
2 propre à irriter, à exaspérer.
Étymologie: παρά, ὀξύνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παροξυντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παροξύνω
νεοελλ.
αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν αὔλημα», Πολυδ.)
2. αυτός που εξεγείρει, που παροργίζει, ο ερεθιστικός, ο προκλητικός
3. ιατρ. αυτός που επιτείνει τα κακά συμπτώματα, ο επιδεινωτικός, ο επιβαρυντικός («ἡ δείλη μὲν ὀχληρὸς καὶ παροξυντική», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροξυντικόν
η ιδιότητα του παροξύνω ή παροξύνομαι («τὸ παροξυντικὸν τοῡ ἤθους», Αριστοτ.)
5. φρ. «παροξυντικὴ ἡμέρα» — η ημέρα του παροξυσμού κατά τους διαλείποντες πυρετούς (Γαλ.).
επίρρ...
παροξυντικῶς Α
με τρόπο παροξυντικό, που παροργίζει, ερεθιστικά («τοῡ Πινδάρου σφόδρα πικρῶς καὶ παροξυντικῶς εἰρηκότος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παροξυντικός: -ή, -όν,
1. κατάλληλος να προτρέψει ή να παροτρύνει, σε Ξεν., Δημ.
2. απεγνωσμένος, εξοργισμένος, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
παροξυντικός:
1) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий (εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.);
2) раздражающий Isocr.;
3) легко возбуждающийся, чуткий (τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροξυντικός -ή -όν [παροξύνω] prikkelend, opwekkend: met εἰς of ἐπί + acc. tot (iets). geneesk. verslechterend.