συσπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσπειράομαι:''' παρακ. <i>-εσπείραμαι</i> — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή [[παράταξη]] (βλ. [[σπεῖρα]] II), σε Ξεν.· [[συσπειράομαι]] ἐπὶ τόπον, [[βαδίζω]] σε πυκνή [[παράταξη]] προς κάποιον [[τόπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συσπειράομαι:''' παρακ. <i>-εσπείραμαι</i> — Παθ.·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή [[παράταξη]] (βλ. [[σπεῖρα]] II), σε Ξεν.· [[συσπειράομαι]] ἐπὶ τόπον, [[βαδίζω]] σε πυκνή [[παράταξη]] προς κάποιον [[τόπο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. -εσπείρᾱμαι<br /><b class="num">1.</b> Pass., of soldiers, to be formed in [[close]] [[order]] (v. [[σπεῖρα]] II), Xen.; ς. ἐπὶ τόπον to [[march]] in [[such]] [[order]] to a [[place]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> to be [[coiled]] up, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 9 January 2019

Greek Monotonic

συσπειράομαι: παρακ. -εσπείραμαι — Παθ.·
1. λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη (βλ. σπεῖρα II), σε Ξεν.· συσπειράομαι ἐπὶ τόπον, βαδίζω σε πυκνή παράταξη προς κάποιον τόπο, στον ίδ.
2. περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για φίδι, σε Λουκ.

Middle Liddell

perf. -εσπείρᾱμαι
1. Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), Xen.; ς. ἐπὶ τόπον to march in such order to a place, Xen.
2. to be coiled up, Luc.