δρεπανουργός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(1b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δρεπᾰνουργός:''' ὁ серповщик Arph. | |elrutext='''δρεπᾰνουργός:''' ὁ серповщик Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δρεπᾰν-ουργός, ὁ, <i>n</i> [*[[ἔργω]]<br />a [[sword]]-[[maker]], armourer, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A sword-maker, armourer, Pherecr.130.2, Ar.Pax 548.
German (Pape)
[Seite 666] ὁ, der Sichelmacher, -schmied, Ar. Pax 548; Phereer. bei Ath. VI, 269 c.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνουργός: ὁ, (*ἔργω) δρεπανοποιός, Φερεκρ. Πέρσ. 1. 2, Ἀριστοφ. Εἰρ. 548.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de faux.
Étymologie: δρέπανον, ἔργον.
Spanish (DGE)
(δρεπᾰνουργός) -οῦ, ὁ
fabricante de hoces Pherecr.137.2, Ar.Pax 548.
Greek Monolingual
δρεπανουργός, ο (Α)
δρεπανοποιός.
Greek Monotonic
δρεπᾰνουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή ξίφη, κατασκευαστής όπλων, οπλοποιός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρεπᾰνουργός: ὁ серповщик Arph.