μυχόνδε: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.). | |elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. to the far [[corner]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.
German (Pape)
[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.
French (Bailly abrégé)
adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.
English (Autenrieth)
to the inmost part, Od. 22.270†.
Greek Monolingual
μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].
Greek Monotonic
μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).