ἀσοφία: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσοφία:''' ἡ безумие, глупость Plut., Luc. | |elrutext='''ἀσοφία:''' ἡ безумие, глупость Plut., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄσοφος]]<br />[[unwisdom]], [[stupidity]], Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.
German (Pape)
[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Luc.Astr.2
ignorancia, necedad ἀσοφίαν πολλήν Plu.Pyrrh.29, ἀμουσίη ... ἀ. Luc.l.c., cf. Poll.4.13, Pall.V.Chrys.20 p.146.
Greek Monolingual
ἀσοφία, η (Α) άσοφος
η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀσοφία: ἡ, απερισκεψία, ηλιθιότητα, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσοφία: ἡ безумие, глупость Plut., Luc.