παραφρονία: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραφρονία:''' ἡ NT = [[παραφροσύνη]].
|elrutext='''παραφρονία:''' ἡ NT = [[παραφροσύνη]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραφρονία]], ἡ, = [[παραφροσύνη]], NTest.]
}}
}}

Revision as of 14:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφρονία Medium diacritics: παραφρονία Low diacritics: παραφρονία Capitals: ΠΑΡΑΦΡΟΝΙΑ
Transliteration A: paraphronía Transliteration B: paraphronia Transliteration C: parafronia Beta Code: parafroni/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., 2 Ep.Pet.2.16.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, = παραφροσύνη, N. T.

English (Strong)

from παραφρονέω; insanity, i.e. foolhardiness: madness.

English (Thayer)

παραφρονιας, ἡ (παράφρων (see the preceding word)), madness, insanity: παραφροσύνη (cf. Winer's Grammar, 24; 95 (90)).

Greek Monolingual

ἡ, Α
παράφρων, -ονος]
παραφρόνησις, παραφροσύνη.

Greek Monotonic

παραφρονία: ἡ, = παραφροσύνη, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφρονία -ας, ἡ [παράφρων] waanzin.

Russian (Dvoretsky)

παραφρονία: ἡ NT = παραφροσύνη.

Middle Liddell

παραφρονία, ἡ, = παραφροσύνη, NTest.]