ναυσίπομπος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ναυσίπομπος:''' (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям ([[αὔρα]] Eur.). | |elrutext='''ναυσίπομπος:''' (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям ([[αὔρα]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ναυσί-˘πομπος, ον<br />act. [[ship]]-[[wafting]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.
Greek Monolingual
ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].
Greek Monotonic
ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).