περίκηλος: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(nl) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περί-κηλος -ον zeer droog. | |elnltext=περί-κηλος -ον zeer droog. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-κηλος, ον, [[κῆλον]]<br />[[exceeding]] dry, of [[timber]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, κηλόν)
A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.
German (Pape)
[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.
Greek (Liddell-Scott)
περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.
English (Autenrieth)
very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].
Greek Monotonic
περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περίκηλος: хорошо просушенный, высохший (δένδρεα, ξύλα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-κηλος -ον zeer droog.