ἀναπολίζω: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναπολίζω:''' перепахивать (ἄρουραν Pind.). | |elrutext='''ἀναπολίζω:''' перепахивать (ἄρουραν Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἀναπολέω]]<br />of a [[field]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A = ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.
German (Pape)
[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.
English (Slater)
ἀναπολίζω
1 cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.
Spanish (DGE)
binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.
Greek Monolingual
ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].
Greek Monotonic
ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).