ἱερόχθων: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱερόχθων:''' ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный ([[βῶλος]] Anth.). | |elrutext='''ἱερόχθων:''' ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный ([[βῶλος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of [[hallowed]] [[soil]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 9 January 2019
English (LSJ)
poet. ἱρ-, ὁ, ἡ, gen. ονος,
A of hallowed soil, βῶλος IG14.1389ii27.
German (Pape)
[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.
Greek Monolingual
ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό-χθων, ιππό-χθων].
Greek Monotonic
ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).