ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρημαῖος:''' <b class="num">1)</b> безлюдный, пустынный, безмолвный ([[νύξ]] Emped.; αἰπόλια Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.).
|elrutext='''ἐρημαῖος:''' <b class="num">1)</b> безлюдный, пустынный, безмолвный ([[νύξ]] Emped.; αἰπόλια Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρημαῖος]], η, ον poet. for [[ἐρῆμος]]<br />[[desolate]], [[solitary]], Mosch.: c. gen. [[bereft]] of, Anth.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος,

   A desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc. ; silent, νύξ Emp.49 ; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298 : c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Greek Monolingual

ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημαῖος: 1) безлюдный, пустынный, безмолвный (νύξ Emped.; αἰπόλια Anth.);
2) лишенный (τινος Anth.).

Middle Liddell

ἐρημαῖος, η, ον poet. for ἐρῆμος
desolate, solitary, Mosch.: c. gen. bereft of, Anth.