ἐκλυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκλῠτήριος, ον [[ἐκλύω]]<br />of or for [[release]]:— ἐκλυτήριον, τό, a [[release]], Soph.: an [[expiatory]] [[offering]], Eur.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῠτήριος Medium diacritics: ἐκλυτήριος Low diacritics: εκλυτήριος Capitals: ΕΚΛΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: eklytḗrios Transliteration B: eklytērios Transliteration C: eklytirios Beta Code: e)kluth/rios

English (LSJ)

ον,

   A bringing release, S.OT392: -τήριον, τό, expiatory offering, E.Ph.969.

German (Pape)

[Seite 768] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῠτήριος: -ον, ὁ συντελῶν ἢ κατάλληλος πρὸς ἀπολύτρωσιν· - ἐκλυτήριον, τό, ἀπαλλαγή, σωτηρία, Σοφ. Ο. Τ. 392· ἱλαστήριος θυσίαπροσφορά, Εὐρ. Φοίν. 969.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’affranchissement, la délivrance.
Étymologie: ἐκλύω.

Spanish (DGE)

(ἐκλῠτήριος) -ον
que libra o salva, salvador πῶς οὐχ ... ηὔδας τι τοῖσδ' ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον; ¿cómo es que no dijiste a estos ciudadanos ninguna palabra salvadora? S.OT 392
neutr. subst. τὸ ἐ. rescate, redención αὐτὸς ... θνῄσκειν ἕτοιμος πατρίδος ἐ. yo mismo estoy dispuesto a morir como rescate por la patria E.Ph.969.

Greek Monolingual

ἐκλυτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριον
εξιλαστήρια θυσία ή προσφορά.

Greek Monotonic

ἐκλῠτήριος: -ον (ἐκλύω), αυτός που βοηθά ή είναι κατάλληλος για απαλλαγή ή απελευθέρωση· ἐκλυτήριον, τό, απαλλαγή, σωτηρία, σε Σοφ.· εξιλεωτική θυσία ή προσφορά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκλῠτήριος, ον ἐκλύω
of or for release:— ἐκλυτήριον, τό, a release, Soph.: an expiatory offering, Eur.