βωμολόχευμα: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βωμολόχευμα:''' ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph. | |elrutext='''βωμολόχευμα:''' ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[βωμολοχεύομαι]]<br />a [[piece]] of low [[flattery]], in pl. [[base]] flatteries, [[ribald]] jests, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, only in pl.,
A ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.
German (Pape)
[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.
Greek (Liddell-Scott)
βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.
Greek Monolingual
βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.
Greek Monotonic
βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.
Middle Liddell
[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in pl. base flatteries, ribald jests, Ar.