δεῦμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῦμα:''' -ατος, τό ([[δεύω]]), αυτό που είναι βρεγμένο, [[μούσκεμα]], [[δεύματα]] [[κρεῶν]], βραστό [[κρέας]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''δεῦμα:''' -ατος, τό ([[δεύω]]), αυτό που είναι βρεγμένο, [[μούσκεμα]], [[δεύματα]] [[κρεῶν]], βραστό [[κρέας]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δεύω]]<br />that [[which]] is wet, [[δεύματα]] [[κρεῶν]] [[boiled]] [[flesh]], Pind.
}}
}}

Revision as of 20:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῦμα Medium diacritics: δεῦμα Low diacritics: δεύμα Capitals: ΔΕΥΜΑ
Transliteration A: deûma Transliteration B: deuma Transliteration C: deyma Beta Code: deu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δεύω A)

   A that which is steeped, seethed, δεύματα κρεῶν boiled flesh, dub. in Pi.O.1.50; cf. δεύτατος.

German (Pape)

[Seite 552] τό, das Benetzte, κρεῶν, eine künstlich zubereitete Fleischspeise, Pind. Ol. 1, 50.

Greek (Liddell-Scott)

δεῦμα: -ατος, τό, (δεύω) τὸ ὑγρόν, δεύματα κρεῶν, βραστὸν κρέας, ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.

Greek Monotonic

δεῦμα: -ατος, τό (δεύω), αυτό που είναι βρεγμένο, μούσκεμα, δεύματα κρεῶν, βραστό κρέας, σε Πίνδ.

Middle Liddell

δεύω
that which is wet, δεύματα κρεῶν boiled flesh, Pind.