διατρώγω: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(nl) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16. | |elnltext=δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον<br />to [[gnaw]] [[through]], τὸ [[δίκτυον]] Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
fut.
A -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107. 2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.
German (Pape)
[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
French (Bailly abrégé)
f. διατρώξομαι, ao.2 διέτραγον;
ronger, acc..
Étymologie: διά, τρώγω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac. βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε (prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10, σχῖνον Com.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen. αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγον Ael.VH 1.10
•cortar de un mordisco τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγών Plu.2.1126e
•roer τὸ δίκτυον Ar.V.164, l.c., τὰς νευράς de los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
•en v. pas. ser premasticado, molido ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι de grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos τὴν ἐπαρχίαν Lyd.Mag.3.61.
Greek Monolingual
διατρώγω (Α)
1. κατακόπτω με τα δόντια, ροκανίζω
2. τρώγω μέρος από κάτι («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).
Greek Monotonic
διατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω, κατατρώγω, τὸ δίκτυον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διατρώγω: (fut. διατρώξομαι, aor. 2 διέτραγον) прогрызать, перегрызать, проедать (τὸ δίκτυον Arph.; τὰς νευράς Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16.