διχόνοος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐχόνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, [[αμφίβολος]], διαμοιρασμένος [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, [[διπρόσωπος]].
|lsmtext='''δῐχόνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, [[αμφίβολος]], διαμοιρασμένος [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] γνώμες, [[διπρόσωπος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐχό-νοος, ον <i>n</i><br />[[double]]-[[minded]].
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόνοος Medium diacritics: διχόνοος Low diacritics: διχόνοος Capitals: ΔΙΧΟΝΟΟΣ
Transliteration A: dichónoos Transliteration B: dichonoos Transliteration C: dichonoos Beta Code: dixo/noos

English (LSJ)

ον, contr. δῐχό-νους, ουν,

   A double-minded, Ph.2.269, cf. 663.

German (Pape)

[Seite 647] zsgz. -νους, uneinig; tückisch; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, διπλοῦν ἔχων τὸ φρόνημα, Φίλων 2. 269.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
dont l’esprit est double, càd :
1 irrésolu, incertain;
2 équivoque, fourbe.
Étymologie: δίχα, νόος.

Greek Monotonic

δῐχόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αμφίβολος, διαμοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γνώμες, διπρόσωπος.

Middle Liddell

δῐχό-νοος, ον n
double-minded.