δισχίλιοι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(1b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δισχίλιοι:''' (ῑ) две тысячи Arph., Plat., Plut.: [[δισχιλίη]] [[ἵππος]] Her. отряд в две тысячи всадников.
|elrutext='''δισχίλιοι:''' (ῑ) две тысячи Arph., Plat., Plut.: [[δισχιλίη]] [[ἵππος]] Her. отряд в две тысячи всадников.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />two [[thousand]], Hdt.:—sg. with [[collective]] nouns, [[δισχιλίη]] [[ἵππος]] 2000 [[horse]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισχίλιοι Medium diacritics: δισχίλιοι Low diacritics: δισχίλιοι Capitals: ΔΙΣΧΙΛΙΟΙ
Transliteration A: dischílioi Transliteration B: dischilioi Transliteration C: dischilioi Beta Code: disxi/lioi

English (LSJ)

[χῑ], αι, α, Aeol. δισχέλιοι Alc.Supp.22.2:—

   A two thousand, Hdt.2.44, Ar.V.660, Pl.Criti,118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν IG12.1085: sg., δισχίλιος, α, ον, with collective Nouns, e. g. ἵππος Hdt.7.158.

German (Pape)

[Seite 644] αι, α, zweitausend; Plat. Critia. 118 a; bei Collectivis auch im sing, z. B. δισχιλίη ἵππος, Her. 7, 158.

Greek (Liddell-Scott)

δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 44, κτλ.· ποιητ. δισχίλοις ἀνδραπόδεσσιν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 26. 7· -ἑνικ. δισχίλιος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, π.χ. ἵππος Ἡρόδ. 7. 158.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
deux mille ; au sg. δισχιλίη (ion.) ἵππος HDT troupe de 2 000 cavaliers.
Étymologie: δίς, χίλιοι.

Spanish (DGE)

-αι, -α

• Alolema(s): δισχίλοι IG 13.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι SEG 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. δισχείλιοι Schwyzer 688C.18 (Quíos V a.C.), IG 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), ISmyrna 236b.14 (I d.C.), IEphesos 2211B.4 (imper.), IAphrodisias 3.51.7 (II d.C.)

• Prosodia: [-ῑ-]

• Morfología: [sg. -ος, -α, -ον LXX 1Ma.9.4, Is.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]
dos mil δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκαν Alc.l.c., cf. Paus.10.38.13, ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλια Hdt.2.44, τάλαντα Ar.V.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.AI 14.105, Plu.Alex.42, cf. Ar.Fr.102, Lys.19.59, IAphrodisias l.c., ἀνδράποδα IG l.c., στάδια Pl.Criti.118a, οἴνου κεράμια X.An.6.2.3, ἀνδριάντες Plb.5.9.3, ἱππεῖς Plb.2.24.4, νῆες D.S.3.44, (χοῖροι) Eu.Marc.5.13, χόρτου δέσμαι POxy.3646.11 (III/IV d.C.), (ἄνθρωποι) A.Andr.Gr.60
αἱ δ. (sc. δραχμαί) las dos mil dracmas ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίας Ach.Tat.5.17.5
tb. c. sg. colect. dos mil δ. ἵππος Hdt.l.c., LXX ll.cc.

English (Strong)

from δίς and χίλιοι; two thousand: two thousand.

English (Thayer)

δισχίλιαι, δισχίλια, two thousand: Herodotus down.)

Greek Monolingual

δισχίλιοι, -αι, -α (AM)
1. δύο χιλιάδες
2. (στον εν. με περιληπτικά ονόματα) «παρεχόμενος... δισχιλίην ἵππον» — δύο χιλιάδες άλογα.

Greek Monotonic

δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, σε Ηρόδ.· ενικ. με περιληπτικά ονόματα, δισχιλίη ἵππος, δύο χιλιάδες άλογα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δισχίλιοι: (ῑ) две тысячи Arph., Plat., Plut.: δισχιλίη ἵππος Her. отряд в две тысячи всадников.

Middle Liddell

adj
two thousand, Hdt.:—sg. with collective nouns, δισχιλίη ἵππος 2000 horse, Hdt.