ἐκπτοέω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπτοέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, [[τρομάζω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐκπτοέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, [[τρομάζω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />= [[ἐκπτήσσω]] Tzetz.:—Pass. to bestruck with [[admiration]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 9 January 2019
English (LSJ)
A = ἐκπτήσσω, Tz.H.5.484 :—Pass., to be struck with admiration, E.Cyc.185 ; τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο were greatly excited, Hdn. 5.4.1. 2 to be scared, Plb.5.36.3,14.5.7. ἔκπτοιος, ον, scared, Phryn.PSp.15B.
German (Pape)
[Seite 777] verstärktes simplex; im pass., heftig erschrecken, sich entsetzen, Eur. Cycl. 185; Pol. 5, 36, 3 u. a. Sp.; auch von freudiger Ueberraschung, τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο Hdn. 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτοέω: τῷ προηγ., Τζέτζ.: - Παθ. ἐκπλήττομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ θαυμασμοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 185, Πολύβ. 5. 36, 3· τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο, ἦσαν πολὺ τεθορυβημένοι, Ἡρωδιαν. 5. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
effrayer ; Pass. être frappé de stupeur, de surprise ou d’admiration.
Étymologie: ἐκ, πτοέω.
Spanish (DGE)
1 tr. asombrar, impresionar πάντας ἐξεπτόησεν ὡς μνήμην ἔχων ὑπερβάλλουσαν los asombró a todos como si tuviera una memoria prodigiosa Polyaen.4.6.2
•asustar τοὺς ζῶντας Tz.H.5.486, en v. pas. αὐτὸν ... ἐξεπτοημένον ... θαρρεῖν παρεκάλει Plb.5.36.3, cf. 14.5.7.
2 intr. en v. med.-pas. sentir sorpresa, asombro o excitación ἰδοῦσα ... τὸν χρύσεον κλῳὸν ... ἐξεπτοήθη (Helena) al ver el collar de oro (de Paris) se quedó boquiabierta E.Cyc.185, c. ac. de rel. τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο Hdn.5.4.1.
Greek Monotonic
ἐκπτοέω: μέλ. —ήσω = το προηγ., σε Τζέτζ. — Παθ., καταλαμβάνομαι από θαυμασμό ή φόβο, καταπλήσσομαι, τρομάζω, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
= ἐκπτήσσω Tzetz.:—Pass. to bestruck with admiration, Eur.