ἔνθρυπτος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔνθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), θρυμματισμένος, [[τριμμένος]] και ριγμένος μέσα σε [[υγρό]]· <i>τὰ ἔνθρυπτα</i>, μουσκεμένο [[ψωμί]], [[παξιμάδι]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἔνθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), θρυμματισμένος, [[τριμμένος]] και ριγμένος μέσα σε [[υγρό]]· <i>τὰ ἔνθρυπτα</i>, μουσκεμένο [[ψωμί]], [[παξιμάδι]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἔνθρυπτος]], ον [[θρύπτω]]<br />crumbled and put [[into]] [[liquid]]: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perh. a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250. II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.
Spanish (DGE)
-ον
1 gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.Or.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus IIasos 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948
•ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες
•tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. ἀτταλίδες
•tal vez ciertas gachas ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς AB 250, cf. ἐναυλήματα.
2 al que se ofrendan pasteles epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947.
Greek Monolingual
ἔνθρυπτος, -ον (Α) θρυπτός
1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα
είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτος
επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
Greek Monotonic
ἔνθρυπτος: -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔνθρυπτος, ον θρύπτω
crumbled and put into liquid: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem.