ἐπακρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπακρίζω:''' достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν [[Ὀρέστης]] Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.
|elrutext='''ἐπακρίζω:''' достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν [[Ὀρέστης]] Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[reach]] the top of a [[thing]], αἱμάτων ἐπήκρισε he reached the [[highest]] [[point]] in deeds of [[blood]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπακρίζω Medium diacritics: ἐπακρίζω Low diacritics: επακρίζω Capitals: ΕΠΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: epakrízō Transliteration B: epakrizō Transliteration C: epakrizo Beta Code: e)pakri/zw

English (LSJ)

   A reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch.932.

German (Pape)

[Seite 897] den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπακρίζω: φθάνω εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης («ἐπ’ ἄκρον ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον σημεῖον αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἄκρον ἤγαγε καὶ τέλος ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.

French (Bailly abrégé)

combler la mesure de, gén..
Étymologie: ἐπί, ἄκρος.

Greek Monolingual

ἐπακρίζω (Α)
φθάνω στο ακρότατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»].

Greek Monotonic

ἐπακρίζω: μέλ. -σω, φθάνω στην κορυφή, στο ανώτατο σημείο ενός πράγματος, αἱμάτων ἐπήκρισε, έφθασε στο υψηλότερο σημείο των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπακρίζω: достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.

Middle Liddell

fut. σω
to reach the top of a thing, αἱμάτων ἐπήκρισε he reached the highest point in deeds of blood, Aesch.