ἐπιμοίριος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιμοίριος:''' предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.
|elrutext='''ἐπιμοίριος:''' предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-[[μοίριος]], ον [[μοῖρα]]<br />[[fated]], Anth.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμοίριος Medium diacritics: ἐπιμοίριος Low diacritics: επιμοίριος Capitals: ΕΠΙΜΟΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epimoírios Transliteration B: epimoirios Transliteration C: epimoirios Beta Code: e)pimoi/rios

English (LSJ)

ον,

   A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.

Greek Monolingual

ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.

Greek Monotonic

ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοίριος: предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.

Middle Liddell

ἐπι-μοίριος, ον μοῖρα
fated, Anth.