εὐεπίβατος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐεπίβᾰτος:''' легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).
|elrutext='''εὐεπίβᾰτος:''' легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-επίβᾰτος, ον<br />[[easy]] of [[attack]], Luc.
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίβᾰτος Medium diacritics: εὐεπίβατος Low diacritics: ευεπίβατος Capitals: ΕΥΕΠΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euepíbatos Transliteration B: euepibatos Transliteration C: evepivatos Beta Code: eu)epi/batos

English (LSJ)

ον,

   A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.).    II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρειαεὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολίαεὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].

Greek Monotonic

εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).

Middle Liddell

εὐ-επίβᾰτος, ον
easy of attack, Luc.