εὔστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔστρεπτος:''' эп. [[ἐΰστρεπτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> хорошо скрученный, крепко свитый ([[βοεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> гибкий, резвый (πόδες Anth.).
|elrutext='''εὔστρεπτος:''' эп. [[ἐΰστρεπτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> хорошо скрученный, крепко свитый ([[βοεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> гибкий, резвый (πόδες Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> well-[[twisted]], of ropes, Od.<br /><b class="num">II.</b> well-plied, [[nimble]], πόδες Anth.
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστρεπτος Medium diacritics: εὔστρεπτος Low diacritics: εύστρεπτος Capitals: ΕΥΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eústreptos Transliteration B: eustreptos Transliteration C: eystreptos Beta Code: eu)/streptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρ-, ον,

   A well-twisted, of leathern ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.    II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Greek Monolingual

εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1) хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2) гибкий, резвый (πόδες Anth.).

Middle Liddell

στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.