εὐφίλητος: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐφίλητος:''' горячо любимый ([[πόλις]] Aesch.). | |elrutext='''εὐφίλητος:''' горячо любимый ([[πόλις]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-φίλητος, η, ον [[φιλέω]]<br />well-[[beloved]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.
Greek Monolingual
εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].
Greek Monotonic
εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).