εὐσύνετος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> легко понимаемый, понятный (τινι Eur.). | |elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1)</b> проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> легко понимаемый, понятный (τινι Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[quick]] of [[apprehension]], Arist.:—adv. -τως, with [[intelligence]], comp. -τώτερον, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] understood, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
old Att. εὐξ-, ον,
A quick of apprehension, Arist.EN1143a11; -ώτεροι εἰς ταῦτα ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. -τως Suid. s.v. ἀστικῶς: Comp. -ώτερον Th.4.18. II easily understood, ξυνετοῖς E.IT1092 (lyr.); διανόημα Phld.Po.2.40; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύνετος: -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, συνετός, ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα αὐτόθι 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = εὐσυνεσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, εὐκατάληπτος, Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύνετος;
ος, ον :
1 qui comprend aisément, intelligent;
2 facile à comprendre;
Cp. εὐσυνετώτερος.
Étymologie: εὖ, συνίημι.
Greek Monolingual
εὐσύνετος, -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)
1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον
η ευσυνεσία, η σύνεση
3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος.
επίρρ...
εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)
με σύνεση, συνετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ετός].
Greek Monotonic
εὐσύνετος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύν-, -ον,·
I. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, με εξυπνάδα, με ευστροφία, συγκρ. -τώτερον, σε Θουκ.
II. εύκολα αντιληπτός, εύληπτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύνετος: староатт. εὐξύνετος 2
1) проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);
2) легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).
Middle Liddell
I. quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.
II. easily understood, Eur.