θαλπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θαλπτήριος:''' согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).
|elrutext='''θαλπτήριος:''' согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θαλπτήριος]], ον<br />warming, Anth. [from [[θαλπωρή]]
}}
}}

Revision as of 23:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπτήριος Medium diacritics: θαλπτήριος Low diacritics: θαλπτήριος Capitals: ΘΑΛΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thalptḗrios Transliteration B: thalptērios Transliteration C: thalptirios Beta Code: qalpth/rios

English (LSJ)

ον,

   A warming, σάνδαλα . . ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλασ-τήριος, θρεπ-τήριος)].

Greek Monotonic

θαλπτήριος: -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θαλπτήριος: согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).

Middle Liddell

θαλπτήριος, ον
warming, Anth. [from θαλπωρή