θρύμμα: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θρύμμα:''' ατος τό [[θρύπτω]] кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.).
|elrutext='''θρύμμα:''' ατος τό [[θρύπτω]] кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρύμμα]], ατος, τό, [[θρύπτω]]<br />that [[which]] is [[broken]] off, a [[piece]], bit, Ar., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύμμα Medium diacritics: θρύμμα Low diacritics: θρύμμα Capitals: ΘΡΥΜΜΑ
Transliteration A: thrýmma Transliteration B: thrymma Transliteration C: thrymma Beta Code: qru/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (θρύπτω)

   A that which is broken off, bit, Hp.Mul. 1.75, Ar.Fr.160, Aglaïas 20, Gal.6.343; ῥοιῆς θρύμματα AP6.232 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1220] τό, das Abgeriebene, Bruchstück, Sp.; Brocken von Brot, Poll. 10, 91 aus Ar.; Ael. V. H. 13, 25.

Greek (Liddell-Scott)

θρύμμα: τό, (θρύπτω) ὡς καὶ νῦν, σύντριμμα, Ἱππ. 254. 37 καὶ 39, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208, Ἀνθ. Π. 6. 232.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fragment, morceau.
Étymologie: θρύπτω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θρύμμα) θρύπτω
σύντριμμα, θραύσμα, θρύψαλο, κομμάτι
μσν.-αρχ.
ψίχουλο, κομμάτι ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου.

Greek Monotonic

θρύμμα: -ατος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο σπάζει, συντρίμμι, κομμάτι, σε Αριστοφ., Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θρύμμα: ατος τό θρύπτω кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.).

Middle Liddell

θρύμμα, ατος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, bit, Ar., Anth.