ἱππαλεκτρυών: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱππᾰλεκτρῠών:''' όνος ὁ гиппалектрион, конепетух (баснословное животное, род грифона) Aesch., Arph.
|elrutext='''ἱππᾰλεκτρῠών:''' όνος ὁ гиппалектрион, конепетух (баснословное животное, род грифона) Aesch., Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππ-ᾰλεκτρῠών, όνος,<br />a [[horse]]-[[cock]], [[gryphon]], a [[fabulous]] [[animal]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾰλεκτρῠών Medium diacritics: ἱππαλεκτρυών Low diacritics: ιππαλεκτρυών Capitals: ΙΠΠΑΛΕΚΤΡΥΩΝ
Transliteration A: hippalektryṓn Transliteration B: hippalektryōn Transliteration C: ippalektryon Beta Code: i(ppalektruw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ,

   A horsecock, gryphon, a fabulous animal in A.Fr.134, cf. Ar.Ra.932, Av. 800.

German (Pape)

[Seite 1257] όνος, ὁ, Roßhahn, ein Fabelthier auf persischen Teppichen, Ar. Ran. 937 aus Aesch. (vgl. Schol.), Av. 800 Pax 1177.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππᾰλεκτρῠών: -όνος, ὁ, ἵππος καὶ ἀλεκτρυών, γρύψ, μυθῶδές τι ζῷον ἐν Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 137) παρὰ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1177, πρβλ. Βατρ. 937, 959, Ὄρν. 800. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱππαλεκτρυών· τὸν μέγαν ἀλεκτρυόνα, ἢ τὸν γραφόμενον ἐν τοῖς Περσικοῖς περιστρώμασι, γράφονται δὲ οἷον γρῦπες. ἔνιοι γῦπα».

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
animal fantastique, moitié cheval moitié coq.
Étymologie: ἵππος, ἀλεκτρυών.

Greek Monolingual

ο (Α ἱππαλεκτρυών, -όνος)
μυθολογικό ζώο που παριστανόταν με σώμα, κεφάλι και μπροστινά πόδια ίππου και φτερά πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + ἀλεκτρνών «κόκορας»].

Greek Monotonic

ἱππᾰλεκτρῠών: -όνος, ὁ, ίππος και κόκορας μαζί, γρύπας, μυθικό ζώο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππᾰλεκτρῠών: όνος ὁ гиппалектрион, конепетух (баснословное животное, род грифона) Aesch., Arph.

Middle Liddell

ἱππ-ᾰλεκτρῠών, όνος,
a horse-cock, gryphon, a fabulous animal, Aesch.