θρῆσκος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θρῆσκος:''' благочестивый NT.
|elrutext='''θρῆσκος:''' благочестивый NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρῆσκος]], ον<br />[[religious]], NTest. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆσκος Medium diacritics: θρῆσκος Low diacritics: θρήσκος Capitals: ΘΡΗΣΚΟΣ
Transliteration A: thrē̂skos Transliteration B: thrēskos Transliteration C: thriskos Beta Code: qrh=skos

English (LSJ)

ον,

   A religious, Ep.Jac.1.26; in bad sense, superstitious, Hsch. (Hsch. has also θρεσκός.)

German (Pape)

[Seite 1218] ον, gottesfürchtig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆσκος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐλαβὴς εἰς τὴν θρησκείαν, Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26· ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, δεισιδαίμων, Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ θρέομαι, ψιθυρίζων προσευχάς, πρβλ. τὸ Γερμ. Lollard ἐκ τοῦ lallen, πρβλ. Πέρσ. 5. 184) - Κατὰ τοὺς Θεογνώστου Κανόνας (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2. σ. 14, 31), γραπτέον θρῇσκος, «παρὰ τὸ Θράϊξ Θραῖξ Θράϊσκος, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η Θρήϊσκος, καὶ κατὰ συναίρεσιν Θρῇσκος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe les pratiques d’un culte religieux.
Étymologie: θρησκεύω.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θρῆσκος, -ον, θηλ. και -α)
ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή
αρχ.
ο δεισιδαίμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θρῆσκος: -ον, ευλαβικός, λατρευτικός, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

θρῆσκος: благочестивый NT.

Middle Liddell

θρῆσκος, ον
religious, NTest. [deriv. uncertain]