ἱστουργός: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(5)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱστουργός:''' ὁ ή ἡ (*[[ἔργω]]), εργαζόμενος στον αργαλειό, [[υφαντουργός]].
|lsmtext='''ἱστουργός:''' ὁ ή ἡ (*[[ἔργω]]), εργαζόμενος στον αργαλειό, [[υφαντουργός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />a [[worker]] at the [[loom]].
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστουργός Medium diacritics: ἱστουργός Low diacritics: ιστουργός Capitals: ΙΣΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: histourgós Transliteration B: histourgos Transliteration C: istourgos Beta Code: i(stouryo/s

English (LSJ)

ὁ or ἡ,

   A worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.

German (Pape)

[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.

Greek Monolingual

ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).

Greek Monotonic

ἱστουργός: ὁ ή ἡ (*ἔργω), εργαζόμενος στον αργαλειό, υφαντουργός.

Middle Liddell

[*ἔργω
a worker at the loom.