καλλιπέδιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' обутый в красивые сандалии ([[Μαιάς]] HH). | |elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' обутый в красивые сандалии ([[Μαιάς]] HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πέδῑλος, ὁ, ἡ, [[πέδιλον]]<br />with [[beautiful]] sandals, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with beautiful sandals, h.Merc.57.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.
Greek Monolingual
καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος].
Greek Monotonic
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).