κάπριος: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(2b)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάπριος:''' <b class="num">II</b> ὁ Hom. = [[κάπρος]].<br />кабаний: [[σῦς]] κ. Hom. = [[κάπρος]] 1; κ. [[πρῷρα]] Her. (корабельный) нос в виде кабаньей головы.
|elrutext='''κάπριος:''' <b class="num">II</b> ὁ Hom. = [[κάπρος]].<br />кабаний: [[σῦς]] κ. Hom. = [[κάπρος]] 1; κ. [[πρῷρα]] Her. (корабельный) нос в виде кабаньей головы.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάπριος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[wild]] [[boar]], Il.; also, σῦς [[κάπριος]] Il. poet. for [[κάπρος]],]<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[κάπριος]], ον, like a [[wild]] [[boar]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 23:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπριος Medium diacritics: κάπριος Low diacritics: κάπριος Capitals: ΚΑΠΡΙΟΣ
Transliteration A: káprios Transliteration B: kaprios Transliteration C: kaprios Beta Code: ka/prios

English (LSJ)

ὁ, poet. for κάπρος,

   A wild boar, Il.11.414, 12.42, A.R.1.126; σῦς κάπριος Il.11.293, 17.282.    II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59.

German (Pape)

[Seite 1324] ον, = κάπρειος; καὶ τῶν νηῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρώρας, von der Gestalt eines Ebers, Her. 3, 59. ὁ, poet. = κάπρος, Il. 11, 414. 12, 42, σῦς κάπριος 11, 293. 17, 262.

Greek (Liddell-Scott)

κάπριος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ κάπριος, ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· ὡσαύτως, σῦς κάπριος Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. κάπρος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπριος, ον, = κάπρειος, ὅμοιος πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la race du sanglier : σῦς κάπριος, ou subst.κάπριος, sanglier;
2 de la forme d’un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.
Étymologie: κάπρος.

English (Autenrieth)

(κάπρος): wild boar, with and without σῦς, Μ , Il. 17.282.

Greek Monolingual

κάπριος και κάπρειος, -ον (Α) κάπρος
1. αυτός που μοιάζει με κάπρο
2. το αρσ. ως ουσ. κάπριος
ο αγριόχοιρος, ο κάπρος.

Greek Monotonic

κάπριος: ὁ, ποιητ. αντί κάπρος,
I. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.
II. ως επίθ. κάπριος, -ον, αυτός που μοιάζει με αγριόχοιρο, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπριος -ον [κάπρος] van een wild zwijn:; σῦς κ. wild zwijn Il. 11.293; subst. wild zwijn; overdr. in de vorm van een wild zwijn:. κάπριοι τὰς πρῴρας met voorstevens in de vorm van een wild zwijn Hdt. 3.59.3.

Russian (Dvoretsky)

κάπριος: II ὁ Hom. = κάπρος.
кабаний: σῦς κ. Hom. = κάπρος 1; κ. πρῷρα Her. (корабельный) нос в виде кабаньей головы.

Middle Liddell

κάπριος, ὁ,
I. a wild boar, Il.; also, σῦς κάπριος Il. poet. for κάπρος,]
II. as adj. κάπριος, ον, like a wild boar, Hdt.