καταγνάμπτω: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταγνάμπτω:''' гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.). | |elrutext='''καταγνάμπτω:''' гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[down]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).
Greek (Liddell-Scott)
καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.
French (Bailly abrégé)
courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.
Greek Monolingual
καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).