πολύσπλαγχνος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(nl) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend. | |elnltext=πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-σπλαγχνος, ον,<br />of [[great]] [[mercy]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A of great mercy, Ep.Jac.5.11.
German (Pape)
[Seite 673] sehr mitleidig, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπλαγχνος: -ον, = πολυεύσπλαγχνος, Ἐπιστ. Ἰακώβου ε΄, 11, Θεόδ. Στουδ. σ. 615.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très miséricordieux.
Étymologie: πολύς, σπλάγχνον.
English (Strong)
from πολύς and σπλάγχνον (figuratively); extremely compassionate: very pitiful.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό-σπλαγχνος].
Greek Monotonic
πολύσπλαγχνος: -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πολύσπλαγχνος: весьма милосердный NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσπλαγχνος -ον [πολύς, σπλάγχνον] zeer medelevend.