Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.
|elnltext=πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρεύς, έως, ὁ,<br />a [[fisher]] for [[purple]] [[fish]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 00:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρεύς Medium diacritics: πορφυρεύς Low diacritics: πορφυρεύς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΕΥΣ
Transliteration A: porphyreús Transliteration B: porphyreus Transliteration C: porfyreys Beta Code: porfureu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A fisher for purple fish, Hdt.4.151, Arist.Pr.966b25, Ph.1.35, prob.in E. Fr.670.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfischer, -sänger, -färber; Her. 4, 151; Luc. Tox. 18; Ael. H. A. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρεύς: έως, ὁ, ἁλιεὺς πορφύρας, ὁ ἁλιεύων κογχύλια πορφύρας, Λατ. purpurarius, Ἡρόδ. 4. 151, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2· ― οὕτως ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 672, ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 234 διορθοῖ βίος πορφυρέως θαλάσσιος ἀντὶ πορφυροῦς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 pêcheur de coquillages à pourpre;
2 teinturier en pourpre.
Étymologie: πορφύρα.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια - πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. πομπ-εύς)].

Greek Monotonic

πορφῠρεύς: -έως, ὁ, ψαράς πορφυρών κοχυλιών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρεύς: έως ὁ
1) ловец багрянок (οἱ ἁλιεῖς καὶ πορφυρεῖς Arst.);
2) торговец пурпуром Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρεύς -έως, ὁ [πορφύρα] purpervisser.

Middle Liddell

πορφῠρεύς, έως, ὁ,
a fisher for purple fish, Hdt.