προεξεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.
|elnltext=προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=contr. προὐξ-<br />Dep. to [[know]] well [[before]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξεπίστᾰμαι Medium diacritics: προεξεπίσταμαι Low diacritics: προεξεπίσταμαι Capitals: ΠΡΟΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: proexepístamai Transliteration B: proexepistamai Transliteration C: proeksepistamai Beta Code: proecepi/stamai

English (LSJ)

contr. προὐξ-,

   A know well before, πάντα A.Pr.101; τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς ib.699.

German (Pape)

[Seite 720] zsgzgn προὐξεπίσταμαι, genau vorher od. voraus wissen; πάντα, Aesch. Prom. 101; τορῶς, 701.

Greek (Liddell-Scott)

προεξεπίστᾰμαι: συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., ἐξεπίσταμαι, γινώσκω καλῶς πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν ἄλλος πρ. τορῶς αὐτόθι 699.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐξεπίσταμαι;
seul. prés.
savoir d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἐξεπίσταμαι.

Greek Monolingual

και προὐξεπίσταμαι Α
γνωρίζω καλά κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»].

Greek Monotonic

προεξεπίστᾰμαι: συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προεξεπίστᾰμαι: стяж. προὐξεπίσταμαι (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.

Middle Liddell

contr. προὐξ-
Dep. to know well before, Aesch.