πτωσκάζω: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(nl) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen. | |elnltext=πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πτωσκάζω]], [poetic for [[πτώσσω]], Il.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:35, 10 January 2019
English (LSJ)
poet. for sq.,
A crouch or cower for fear, Il.4.372.
German (Pape)
[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v. l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.
Greek (Liddell-Scott)
πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
c. πτώσσω.
English (Autenrieth)
inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.
Greek Monolingual
και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].
Greek Monotonic
πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.