ῥύδην: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥύδην:''' (ῠ) adv. в изобилии, во множестве Plut. | |elrutext='''ῥύδην:''' (ῠ) adv. в изобилии, во множестве Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ῥέω]<br />flowingly, [[abundantly]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (ῥέω)
A flowingly, i.e. abundantly, lavishly, Cratin. 441, Plu.Sull.21, Caes.29, Luc.39, Eun.VSp.489B., etc.: cf. ῥύβδην.
German (Pape)
[Seite 850] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie ἄδδην für ἄδην zu lesen vorschlug; Sp., καὶ ἀγεληδόν, vgl. ῥύβδην, – auch = mit Geräusch.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· οὕτως Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ ῥεῦμα, ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ ῥύδην ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. ῥύβδην. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύδην· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
French (Bailly abrégé)
adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δην.
Greek Monolingual
(I)
Α
επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ- του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην)].———————— (II)
Α
επίρρ. βλ. ῥύβδην.
Greek Monotonic
ῥύδην: [ῠ], επίρρ. (ῥέω), με ελεύθερη, άφθονη ροή, ορμητικά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥύδην: (ῠ) adv. в изобилии, во множестве Plut.
Middle Liddell
[ῥέω]
flowingly, abundantly, Plut.