σποδιά: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σποδιά -ᾶς, ἡ, ep. en Ion. σποδιή [σπόδος] as, ashoop. | |elnltext=σποδιά -ᾶς, ἡ, ep. en Ion. σποδιή [σπόδος] as, ashoop. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σποδιά]], ιονιξ -ιή, ἡ, [[σποδός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[heap]] of [[ashes]], [[ashes]], Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph., = [[σποδός]] III, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. σποδ-ιή, ἡ,
A heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc.615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς σ. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126.
German (Pape)
[Seite 923] ἡ, ion. σποδιή, der Aschenhaufen, die Asche; δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ, Od. 5, 488; vgl. Eur. Cycl. 610; oft in der Anth.: διψάς, Antiphil. 39 IX, 5491; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον, Callim. (XII, 139), wie oft übtr., μέλαινα, Ep. ad. 482 (VII, 10), ψυχρή, 670 (VII, 279), u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σποδιά: Ἰων. -ιή, ἡ, σωρὸς σποδοῦ, τέφρας, Ὀδ. Ε. 488, Εὐρ. Κύκλ. 615, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 9· σποδιῇ κεχρισμένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 69· συχν. ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 279, 435, κ. ἀλλ.· σκωρία τῶν μετάλλων, Διοσκ. 5. 85, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., πρβλ. σποδὸς IV.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
cendre.
Étymologie: σποδός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α
1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ
β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.)
2. στάχτη από την καύση νεκρού
3. σκουριά μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. -ιά (πρβλ. στρατ-ιά)].
Greek Monotonic
σποδιά: Ιων. -ιή, ἡ (σποδός) ·
I. σωρός από στάχτες, στάχτες, τέφρα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. μεταφ. = σποδός III, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σποδιά: эп.-ион. σποδιή ἡ
1) зола, пепел (Hom., Eur.; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον Anth.);
2) прах, останки Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σποδιά -ᾶς, ἡ, ep. en Ion. σποδιή [σπόδος] as, ashoop.
Middle Liddell
σποδιά, ιονιξ -ιή, ἡ, σποδός
I. a heap of ashes, ashes, Od., Eur.
II. metaph., = σποδός III, Anth.