σκηνίς: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκηνίς -ίδος, ἡ [σκηνή] tent, baldakijn. Plut. Luc. 7.6. | |elnltext=σκηνίς -ίδος, ἡ [σκηνή] tent, baldakijn. Plut. Luc. 7.6. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκηνίς]], ίδος, ἡ, = [[σκηνή]], Plut.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:09, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = σκηνή 111.2, Plu.Luc.7.
German (Pape)
[Seite 895] ίδος, ἡ, = σκηνή; Plut. Luc. 7; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνὴ, Πλουτ. Λούκουλλ. 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite tente.
Étymologie: σκηνή.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. θαμν-ίς)].
Greek Monotonic
σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκηνίς: ίδος (ῐδ) ἡ шатер, палатка (χρυσόροφος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνίς -ίδος, ἡ [σκηνή] tent, baldakijn. Plut. Luc. 7.6.