στιχογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ стихотворец Anth. | |elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ стихотворец Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στῐχο-γρά˘φος, ον, [[γράφω]]<br />[[writing]] [[verse]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:10, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A verse-writer, App.Anth.5.12.
German (Pape)
[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).
Greek (Liddell-Scott)
στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].
Russian (Dvoretsky)
στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.