συνεπιχειρέω: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(4b) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπιχειρέω:''' вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.). | |elrutext='''συνεπιχειρέω:''' вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[attack]] [[together]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 10 January 2019
English (LSJ)
A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.
Greek Monotonic
συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).