σχολαιότης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3. | |elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σχολαιότης]], ητος, ἡ,<br />leisureliness, [[laziness]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A leisureliness, laziness, Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.
German (Pape)
[Seite 1058] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαιότης: -ητος, ἡ, μέλλησις, βραδύτης, ἀργοπορία, ἡ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν σχολαιότης Θουκ. 2. 18.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
lenteur.
Étymologie: σχολαῖος.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α σχολαῑος
βραδύτητα, νωθρότητα.
Greek Monotonic
σχολαιότης: -ητος, ἡ, χρονοτριβή, βραδύτητα, αργοπορία, οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία, τεμπελιά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σχολαιότης: ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.). {{elnl |elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3. }}
Middle Liddell
σχολαιότης, ητος, ἡ,
leisureliness, laziness, Thuc.